- λαξικός
- λαξ-ικός, ή, όν,A = λαξευτικός, POxy.498.34 (ii A. D.).II λαξικά, τά, tax on stone-cutting, PFay.44.6 (i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαξικός — λαξικός, ή, όν (Α) [λαξός] 1. λαξευτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαξικά φόρος που επιβαλλόταν στους λαξευτές, στους λιθοξόους … Dictionary of Greek